Τετάρτη 24 Φεβρουαρίου 2016

Η χορτόσουπα του Μπαρμπα Σμάιλι



Μια φορά κι έναν καιρό σ’ ένα μικρό χωριουδάκι, μακριά από την πρωτεύουσα του Βασιλείου, ζούσε ο Μπαρμπα Σμάιλι με τα δύο του παιδιά, τον Σαμ και τον Πίτερ.
Ο Μπαρμπα Σμάιλι ήταν αγρότης, δεν ήξερε γράμματα και ζούσε με τους γιούς του σ ένα μικρό πέτρινο σπιτάκι δίπλα από το χωραφάκι του, το οποίο αγαπούσε σαν να ήταν κι αυτό παιδί του. Δεν ήταν πλούσιος αλλά από το τραπέζι του δεν έλειψαν ποτέ οι νόστιμοι καρποί της γης, τα λαχανικά και τα φρούτα, που καλλιεργούσε με αγάπη κι αφοσίωση μέχρι το τέλος της ζωής του. Κάθε Κυριακή μάλιστα, ο Μπαρμπα Σμάιλι, έφτιαχνε μια υπέροχη χορτόσουπα, με όλα τα χειμωνιάτικα λαχανικά, πατάτες, καρότα, λάχανο, πράσα, ρέβες, λεμόνια και ζυμαρικό που έφτιαχνε η γειτόνισσα και αντάλλασσε με πορτοκάλια και μανταρίνια από το χωραφάκι του Σμάιλι. Η χορτόσουπα αυτή, ήταν ονομαστή σ’ ολόκληρο το χωριό, αφού τα αρώματά της ταξίδευαν από την καμινάδα του τζακιού του γερό Σμάιλι σ’ ολόκληρη τη γειτονιά, ξελιγώνοντας τους πάντες, μικρούς και μεγάλους, με αποτέλεσμα όλοι να ζητούν τη συνταγή. Ο Μπαρμπά Σμάιλι όμως δεν τους την έδινε, μονάχα τους έλεγε «Να ρθείτε να φάμε μαζί την Κυριακή την ωραία μου σούπα. Αν σας δώσω τη συνταγή, θα την φτιάχνει ο καθένας σπίτι του κι έτσι θα πάψουμε να μοιραζόμαστε το ίδιο τραπέζι και να περνούμε τον χρόνο μας μαζί αγαπημένοι».
          Ο Σαμ και ο Πίτερ, μεγαλώνοντας απέκτησαν πολύ διαφορετικά ενδιαφέροντα και οι χαρακτήρες τους ήταν εντελώς αταίριαστοι. Ο Σαμ έτρεχε και έπαιζε ανέμελα στο χωριό με τα γειτονόπουλα, ενώ ο Πίτερ, που του άρεσε να διαβάζει, πήγαινε κάθε μέρα με τα πόδια στο διπλανό χωριό, που ήτανε μεγαλύτερο για να παρακολουθεί το σχολείο. Ο Σαμ βοηθούσε τον πατέρα του στις αγροτικές δουλειές και σιγά σιγά μάθαινε όλα τα μυστικά της φύσης, ενώ ο Πίτερ κλεινόταν στο πέτρινο σπιτάκι και μελετούσε μέχρι αργά βιβλία που έπαιρνε από τον δάσκαλο του χωριού. Τελικά ο Σαμ κατέληξε να αγαπήσει ακόμη περισσότερο κι από τον πατέρα του το χωραφάκι κι ορκίστηκε ότι θα μείνει για πάντα στο πέτρινο σπιτάκι καλλιεργώντας τη γη που τόσο αγαπούσε. Ο Πίτερ όμως, δεν ήθελε καθόλου να ασχοληθεί με τις αγροτικές δουλειές κι ονειρευόταν να σπουδάσει και να φύγει από το μικρό χωριό που γεννήθηκε και μεγάλωσε. Ήθελε να ζήσει στην πρωτεύουσα και να εργαστεί σε κάποιο υπεύθυνο πόστο του βασιλείου, έχοντας κύρος και πλούτη. Ήθελε να συναναστρέφεται ανθρώπους μορφωμένους και υψηλόβαθμους κι όχι χωριάτες που δεν ήξεραν ούτε το όνομά τους να γράψουν. Ήθελε να φοράει καλοραμμένα και μοντέρνα ρούχα και όχι τα κουρέλια που φορούσε ο πατέρας του κι ο αδερφός του. Ήθελε τα χέρια του να είναι απαλά και ζεστά κι όχι ροζιασμένα και σκασμένα από την καλλιέργεια της γης. Ήθελε να ζει σ΄ένα μεγάλο σπίτι, με άνετους χώρους και μαλακό κρεβάτι κι όχι στο μικρό πέτρινο σπιτάκι του πατέρα του. Και κυρίως, ήθελε να τρώει κρέας και πουλερικά, σερβιρισμένα με πηχτές βουτυράτες σάλτσες, εξωτικά φρούτα και κρέμες και πουτίγκες και μπεζέδες κι όχι αυτή τη χορτόσουπα που την είχε σιχαθεί πια η ψυχή του.
          Όταν πέθανε ο γέρο Σμάιλι και όντας πάντα ακριβοδίκαιος, μοίρασε την περιουσία του στα δυο του παιδιά. Άφησε το χωραφάκι στον Σαμ, που ήξερε ότι το αγαπούσε και ότι θα το καλλιεργούσε με στοργή, και στον Πίτερ το πέτρινο σπιτάκι για να μπορεί να κάνει μαθήματα στα παιδιά του χωριού, μιας και το σχολείο ήταν πολύ μακριά. Κι ενώ ο Σαμ ήταν απόλυτα ευχαριστημένος με το μερίδιό του, μιας κι είχε καιρό τώρα αποφασίσει ότι ήθελε να γίνει γεωργός και να μεγαλώσει ακόμη περισσότερο την παραγωγή στο χωραφάκι, ο Πίτερ τρελαινόταν και μόνο στην ιδέα ότι θα περνούσε όλη του τη ζωή στο χωριό. Αποφάσισε να πουλήσει το πέτρινο σπιτάκι που ήταν πια στην ιδιοκτησία του για να πάει στην πρωτεύουσα να σπουδάσει και να μπορέσει να αποκτήσει τη ζωή που πάντα ονειρευόταν. Παρόλο που ο Σαμ του πρότεινε να του παραχωρήσει το πέτρινο σπιτάκι για να μένει, κι εκείνος να του στέλνει τη μισή από την παραγωγή λαχανικών και φρούτων στην πρωτεύουσα, εκείνος αρνήθηκε κατηγορηματικά, λέγοντας μάλιστα «Εγώ στην  πρωτεύουσα θα τρώω λαγούς στιφάδο και βουτυράτο μοσχάρι και αστακούς με κρέμα λεμονιού, τι να τις κάνω τούτες τις άθλιες και βρώμικες ρίζες;»
          Κι έτσι ο Πίτερ έφυγε με τα χρήματα από την πώληση του μικρού πέτρινου σπιτιού και πήγε στην Πρωτεύουσα του Βασιλείου χωρίς να κοιτάξει πίσω ούτε στιγμή και χωρίς να αποχαιρετίσει τον αδερφό του και τους συγχωριανούς του, όντας σίγουρος για την επιλογή του. αφού αυτός ήταν «πολύ καλύτερος απ’ όλους αυτούς τους βρωμιάριδες κι ασθενικούς χωρικούς, που δεν έχουν τίποτα καλύτερο να κάνουν από το να σκάβουν τη γη και να καίγονται από τον ήλιο», όπως έλεγε. Πράγματι, σπούδασε στην Ανώτερη Σχολή του Βασιλείου και αποφοίτησε με άριστα, ώστε αμέσως κατάφερε να γίνει γραμματικός και σύμβουλος του Βασιλιά και να δουλεύει μέσα στο παλάτι. Έχοντας την εύνοια του ίδιου του Βασιλιά, κέρδιζε πολλά χρήματα κι έτσι κατάφερε γρήγορα να αγοράσει ένα μεγάλο σπίτι με δύο ορόφους και επτά δωμάτια, τα οποία επίπλωσε με σκαλιστά ξύλινα έπιπλα και πουπουλένια στρώματα και χειροποίητα χαλιά και μεγάλους καθρέφτες και μπρούτζινα κηροπήγια και πορσελάνινα σερβίτσια και άλλα πολλά πράγματα, που ενώ είχαν μικρή χρησιμότητα, κόστιζαν μια περιουσία. Κι έτρωγε κάθε μέρα παρέα με αριστοκράτες της αυλής τέσσερα γεύματα, από τα οποία ποτέ δεν έλλειπαν τα αυγά και τα κρέατα και τα πουλερικά και τα γλυκά, με αποτέλεσμα να φουσκώσει η κοιλιά του τόσο πολύ, που να μοιάζει σαν ένα μεγάλο παιδικό μπαλόνι, και να αυξάνεται συνεχώς η όρεξή του, ώστε τα τέσσερα γεύματα να γίνονται σταδιακά πέντε και έξι και επτά.
     Ο Σαμ, που έμεινε στο χωριουδάκι, δουλεύοντας σκληρά και με αυταπάρνηση, καλλιεργώντας το μικρό χωραφάκι, κατάφερε σύντομα να αυξήσει την παραγωγή των λαχανικών και των φρούτων και να αγοράσει και το διπλανό χωραφάκι. Σιγά σιγά και με τη βοήθεια των συγχωριανών του έχτισε ένα ίδιο πέτρινο σπιτάκι σαν αυτό που είχε μεγαλώσει και τελικά πούλησε ο αδελφός του, και ζούσε εκεί ευτυχισμένος μαζί με τη γυναίκα του και τα παιδιά του. Όσες φορές κι αν προσπάθησε να επικοινωνήσει με τον αδελφό του δεν τα κατάφερε, αφού ο Πίτερ δεν απάντησε ποτέ σε κανένα του γράμμα, που τελείωνε πάντα με την ίδια φράση «Αδελφέ μου, είμαι πολύ περήφανος για σένα που πρόκοψες. Το σπίτι μου είναι πάντα ανοιχτό για σένα, κι αν ποτέ μπορώ να σε βοηθήσω σε κάτι, μη διστάσεις να μου το ζητήσεις».
          Κι έτσι περνούσαν τα χρόνια και τα δυο αδέρφια απομακρύνονταν όλο και περισσότερο, αφού με δυσκολία πια έφερναν στο νου τους ο ένας το πρόσωπο  του άλλου. Ο Σαμ πίστευε ότι δεν θα ξαναδεί ποτέ τον αδελφό του, κι έτσι συνέχισε την ήσυχη ζωή του με την οικογένειά του στο μικρό χωριουδάκι. Κι ο Πίτερ δεν ήθελε να ξανασυναντήσει ποτέ τον αδελφό του, που του θύμιζε τη μίζερη και φτωχή ζωή των παιδικών του χρόνων, και συνέχισε να ζει πλουσιοπάροχα, περιτριγυρισμένος από αριστοκράτες και υψηλόβαθμους, τρώγοντας και πίνοντας και τραγουδώντας, ώσπου η κοιλιά του είχε πια φουσκώσει τόσο πολύ, που με δυσκολία περπατούσε.
          Όμως έγινε πόλεμος, και οι εχθρικές δυνάμεις πολιορκούσαν για μήνες την Πρωτεύουσα. Κι άρχισαν να τελειώνουν οι προμήθειες σε κρέας και σε ψάρια και σε φρούτα. Κι έπεσε λοιμός, κι αρρώστησαν και άντρες και γυναίκες και παιδιά και πέθαιναν στους δρόμους πεινασμένοι και καταβεβλημένοι. Κι όταν τελικά, μπήκαν στην πρωτεύουσα οι εχθροί σκότωσαν τον Βασιλιά και πέταξαν στο δρόμο όλους τους εργαζόμενους στο παλάτι κι έβαλαν δικούς τους. Και πήραν όλα τα μεγάλα σπίτια με το ζόρι και τα έδωσαν στους δικούς τους αριστοκράτες. Κι έτσι ο Πίτερ, μέσα σε λίγες μέρες έχασε όλα του τα προνόμια κι’ έμεινε στο δρόμο σαν ζητιάνος, πεινώντας και κρυώνοντας. Έτρωγε ότι αποφάγια έβρισκε στα σκουπίδια και σκεπαζόταν με μια τρύπια κουβέρτα που βρήκε κάπου πεταμένη. Η τεράστια κοιλιά του ούτε που φαινόταν πια, λόγω της πείνας του και τα ρούχα του πέφτανε και δεν του κάνανε πια.
          Μια μέρα, περπατώντας σαν σκιά, ταλαιπωρημένος από την αφαγία και το κρύο και την κακοπέραση, πέρασε μπροστά από το παλιό του σπίτι. Στάθηκε για λίγο και το κοίταξε αναπολώντας την παλιά του ζωή. Και τότε, είδε πεταμένο μπροστά από την πόρτα ένα φάκελο. Περίεργος καθώς ήταν, σήκωσε τον φάκελο και είδε ότι ήταν ένα γράμμα από τον αδελφό του τον Σαμ. Το άνοιξε και διάβασε «Αδελφέ μου, σου στέλνω ακόμη ένα γράμμα, ελπίζοντας σε μια απάντηση, για να μάθω αν είσαι καλά. Τόσα χρόνια έχουν περάσει κι έχω αρχίσει να ξεχνώ το πρόσωπό σου και το σουλούπι σου, αλλά δεν σε λησμονώ. Αδελφέ μου, είμαι πολύ περήφανος για σένα που πρόκοψες. Το σπίτι μου είναι πάντα ανοιχτό για σένα, κι αν ποτέ μπορώ να σε βοηθήσω σε κάτι, μη διστάσεις να μου το ζητήσεις». Διαβάζοντας τα λόγια αυτά ο Πίτερ έκλεισε τα μάτια του και ξαφνικά του ήρθαν στο μυαλό οι ζεστές Κυριακές που περνούσαν με τον πατέρα του και τον αδελφό του στο μικρό πέτρινο σπιτάκι, μαζί με τους γείτονες, τρώγοντας την ξακουστή χορτόσουπα του γέρο Σμάιλι. Πόσο λαχταρούσε τώρα αυτή τη σούπα, που κάποτε είχε ορκιστεί πως δεν θα ξαναέβαζε στο στόμα του! Και μ’ αυτές τις σκέψεις έκλαψε ώρα πολύ και τελικά αποφάσισε πως αν ήθελε να ζήσει έπρεπε να επιστρέψει στο χωριό του.
        Κι έτσι, μετά από έναν ολόκληρο μήνα ταξίδι με τα πόδια, ο Πίτερ έφτασε εξουθενωμένος και αποστεωμένος στο μικρό χωριουδάκι. Κανένας δεν τον αναγνώρισε κι όλοι τον περνούσαν για ζητιάνο. Όταν έφτασε έξω από το μικρό πέτρινο σπιτάκι, είδε τον αδερφό του να κάθεται στην πόρτα, σαν να ήξερε ότι θα ερχόταν και τον περίμενε. Αγκαλιαστήκανε και τότε ο Πίτερ είπε κλαίγοντας στον Σαμ «Συγχώρεσέ με αδελφέ μου! Μεγαλοπιάστηκα και ήμουν κουτός που πίστεψα πως ότι αγοράζεται είναι ανώτερο απ’ ότι δημιουργείται». Κι ο Σαμ δεν είπε τίποτα, μόνο τον κοίταξε με αγάπη και του χαμογέλασε. Τον έπλυνε, τον έντυσε και το ίδιο βράδυ έκανε το μεγαλύτερο γλέντι που είχε δει ποτέ το μικρό χωριουδάκι, προς τιμήν του αδελφού του, μαγειρεύοντας δέκα καζάνια από την μοναδική αυτή χορτόσουπα του Μπαρμπα Σμάιλι φτιαγμένη από τα δώρα που απλόχερα προσφέρει η γη, όταν την καλλιεργούμε με αγάπη. Τα δύο αδέρφια έζησαν και εργάστηκαν μαζί αγαπημένοι, και κατάφεραν με τη δουλειά του Σαμ και τις γνώσεις του Πίτερ να μεγαλώσουν ακόμα περισσότερο την παραγωγή τους σε φρούτα και λαχανικά, αγοράζοντας ακόμη δύο χωραφάκια. Έκτοτε, αγαπούν και σέβονται τη γη, που ακόμα και τους πιο δύσκολους καιρούς, δίνει στους ανθρώπους τους νόστιμους και απαραίτητους για τη ζωή τους καρπούς. Κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.

Δείτε και τη Συνταγή:
 Χειμωνιάτικη σούπα λαχανικών

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου